(Σημείωση συγγραφέα: Το κείμενο αυτό αποτελεί συνέχεια του
πρώτου μέρους «Οδυσσέας δεσμώτης-λυόμενος» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο
στην ανωτέρω διεύθυνση. Δημήτρης Κ. Κιούκιας, Πέμπτη, 19-3-2015. H συνέχεια αυτή γράφτηκε Aπρίλιο 2015,
όπως μπορεί να τεκημηριωθεί κατάλληλα από
τον συγγραφέα.).
Σκηνή Α’
-
Ναυτικός
είσαι του λόγου σου;
-
Ναι
για.
-
Πόσο
καιρό λείπεις;
-
Έχεις
κάτι να πιώ και να φάω, ν’ ανοίξει το μάτι μου;
-
Ναίσκε,
τζογούλα μου, να σε φέρω.
-
Πού
είμαι;
-
Δεν
ήσουνα;
-
Ήμουνα
και δεν ήμουνα, που βρίσκομαι;
-
Ιθάκης
και…
-
Ιθάκη;
-
Ιθάκη.
Ποιες τώρα, ξένε.
-
Τι
πολίτευμα έχει η Ιθάκη;
-
Δε
σε πιάνω;
-
Λέω
ποιοι κάνουνε κουμάντο εδώ και ποιοι ακλουθούνε.
-
Περίεργη
ερώτηση από γερο-ναυτικό. Πρός το παρόν έχουμε, πώς να στο πώ, κομμάτι
«μνηστηρευτικό» πολίτεμα, κάνουν κομάντο οι μνηστήρες κι οι άλλοι ακλουθάνε.
-
Δώς
μου το ψωμί.
-
Έεις
δόντια, γιατί εγώ, συμπάθα με, δεν έχω.
-
Κάτι
θα γίνει.
(Ακούγονται μασουλήματα για κάμποση ώρα και όταν πίνει,
πλαταγίζει, θορυβώντας κάπως τη γλώσσα του).
-
Το
λοιπόν, είσαι ναυτικός; Πούθε έρχεσαι και πόσα άστεα είδες-θα ξέρεις πολλά.
-
«Εμείς
οι ναυτικοί, εμείς οι ναυτικοί, σπίτι δε μας βλέπει, πότε εδώ και κεί». Το
θυμωμένο Ποσειδώνα, τις Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωπα, τες είδα, μου φαινεται.
Είδα και κατάλαβα. Αλλά, ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;
-
Τι
σε νοιάζει εσένα, κοίτα να τάχεις καλά με τα στοιχειά και τους θυμωμένους και να΄χεις
το ψωμί σου και πόσα χρόνια θα ζήσουμε εσύ κι εγώ, τέτοιοι γέροι πούμαστε;
-
Ποιοί
κυβερνάνε;
-
Η
τρικυμία, μου φαίνεται, σε θόλωσε το μυαλό, ακόμα δεν ήρθες, γυρεύεις μεγάλες
κουβέντες, δεν κοιτάς τα παλιόρουχα, κουστούμια ονειρεύεσαι; (Κατέβασε λίγο το
τόνο της φωνής του και τούπε, πιο μαλακά:).
-
Έλα
φάε κι άλλο, θα μας τα πεις αργότερα.
Το πέλαγο
έμοιαζε βαθύ, από μακριά, ο ήλιος έφτανε κατά τη δύση, η Ιθάκη πάντα όμορφη, αν
και κάπως έρημη, σα να του φάνηκε. Μπορεί νάταν κι η απουσία του. Στον αφρό της
θάλασσας, σαν να πήρε μια φούχτα νερό και του φάνηκε πικρό στο βάθος, σαν
αστείο, σα χωρατό. Κοιμήθηκε κατά το βράδυ. Θα πέρασε κανάς μήνας σ’ αυτό το
μοτίβο. Μπορεί και κανα δύο χρόνια. Είδε τα μαλλιά του να μακραίνουν κι άλλο,
το σώμα του όμως να δυναμώνει, το τρέμουλο να υποχωρεί, το δέρμα ν’
ανανεώνεται, σα μεταξοσκώληκας. Τα όνειρα είχαν αραιώσει, τα δόντια πιο στέρεα,
ο νους πιο ήρεμος κι οι εμπειρίες κατασταλαγμένες σα παντεσπάνι. Ο γέρος τον
τάιζε, χωρίς να ζητά, καλός άνθρωπος.
Σκηνή Β’
-
Ξύπνα
ρε γεροτεμπέλη!
-
Ποιος
είσαι συ, γεροξούρα!
-
«Τα
τα, τατά τά- τά τα, τατά».
-
Δε
μου λές, επικίνδυνες αποστολές θα παίξουμε και το μήνυμα θα αυτοκαταστραφεί;
-
Άκου
το μήνυμα (και πρόβαλε από πίσω ένας σεβάσμιος γέρος, που φαινόταν κάπως
τυφλός): Ναυτικός είσαι και δεν είσαι, αλλά πολλά έχεις περάσει, αλλά και καλά.
Έπεσες θύμα του δικαίου της θάλασσας. Να προσέχεις από δώ και μπρός, γιατί εδώ
(το τόνισε αυτό) δεν θέλουνε πολιτειολόγους και τέτοια. Θα περάσεις καλά, άμα
δοκιμάσεις δυο-τρείς λωτούς και (χαμογέλασε κάπως σπασμωδικά)… καταλαβαίνεις.
Άντε γειά σου τώρα και υγεία!
-
Ποιος
είν’ αυτός ο κερατάς, έλα πίσω να μου τα ξαναπείς (η φωνή του ήταν βροντερή ,
σα τριανταεφτάχρονου, αλλά αμέσως κατέβασε τους τόνους και τα ημιτόνια).
-
(Ο
αρχικός γέρος): Γιατί ψυχή μου ταράζεσαι, είναι καλός μάντης και όπως βλέπεις
και τυφλός. Δε σ’ τάπε για κακό. Κοίτα, εκεί πίσω έχει ένα σακκούλι, πάρε με τη
ψυχή σου να ευφρανθείς.
-
Λωταρία
θα παίξουμε;
-
Φάε
(εδώ το τόνισε) και θα με θυμηθείς, θα με θυμηθείς (κάπως περιπαιχτικά και χαριτωμένα.
Δεν έκλεισε όμως το μάτι).
Κοιμήθηκε
πάλι και έπειτα ήπιε ένα ποτό, κάτι σαν ούζο.
Σκηνή Γ’
-
Πώς
είστε; Φαίνεσται αρκετά ταλαιπωρημένος, αλλά και κάπως ανανεωμένος
(λαμποκοπούσε μες στην καινούργια του στολή, ένα κουστούμι απίθανο).
-
Καλά,
ας τα λέμε καλά. Εσείς είστε εντυπωσιακός, σαν μέγας…
-
Σας
ευχαριστώ, είστε ξένος; Δεν σας έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, απ’ όσο μπορώ
να θυμάμαι δηλαδή.
-
Κι
εγώ δε θυμάμαι καλά, δε θάνε καμιά δεκαετία;
(Τινάχτηκε ο άλλος, σα να τον διαπέρασε ακτίνα του Δία, αλλά δεν
τόδειξε και πήρε ένα κάτι σαν ούζο).
-
Έχει
και ωραίο χταποδάκι η Ιθάκη μας. Σας συνιστώ να το δοκιμάσετε. Αλλά και λωτούς
ωραίους έχει (και κλείνει κάπως και τα δύο μάτια, αρχοντικά, αλλά και λίγο
άνοστα, σαν να μη το είχε κάνει συχνά).
-
(Με
μισοκακόμοιρο ύφος): Έ αυτά είναι για σας τους νέους, εμείς τώρα πιά… Νάστε
καλά (αυτό τόπε ο Οδυσσέας κάπως ξερά, άχρωμα, αλλά και αρχοντικά).
-
Γειά
σας, και να μας έρχεστε συχνά (απάντησε, με διπλό υπονοούμενο και τριπλή
παραλλαγή, σαν κούκος στην πόκα).
Τάπα καλά; (γυρνάει
του γέρου).
-
Τόκαψες
ψυχή μου, τόκαψες.
-
Το..το..τό…τόκαψα,
τι έκαψα;
-
Απρέπεια,
τζογούλα μου, απρέπεια.
-
Α…α…απρέπεια;
Τι είπα, γέρο; (κι εδώ ύψωσε τους τόνους και το μετάνιωσε και πήρε λίγο κάτι
σαν ούζο).
-
Απρέπεια
για! Λέμε ότι λείψαμε καμιά δεκαετία;
-
Δηλαδή
αν έλεγα εφταετία, θάταν καλό και δεκαετία κακό;
-
Απρέπεια
τζόγια μου, δες πίσω στο σακκούλι.
-
Μα
το Δία, περίεργος τόπος η Ιθάκη (μονολόγησε σαστισμένος). Συγγνώμη μήπως έχετε μέχρι τους τριάκοντα, πώς το λένε;
-
Πολλά
λες για πρώην ναυτικός και ξεροκέφαλος φαίνεσαι του λόγου σου. Μήπως είσαι
σημαδεμένος;
-
Έλα
να με ψάξεις, του κάνει και βρήκε το κέφι του ύστερα από πολλά χρόνια. (Α, εδώ
έχουνε πολλή πλάκα, σκέφτηκε, και ανέβασε στροφές).
-
Θες
να σου πώ κάτι; Εσύ δεν είσαι απλός ναυτικός.
-
Και
τι είμαι, κανας Δίας μήπως;
-
Παρά
την προσπάθεια σου, να μιλάς σα ναυτικός, είναι κάτι που με βάαζει σε πολλές
σκέψεις.
-
Είδες,
καλό είναι να σκεφτόμαστε που και που.
Σκηνή Δ’
(Ήρθε,
γδύθηκε και έπεσε στη θάλασσα που ήτανε θαύμα. Όπως και η ίδια, σαν θεά. Ανα-
δύθηκε μετά σαν Αφροδίτη του Μποτιτσέλλι, κι ένα ωραίο όστρακο έχασκε
παραδίπλα).
-
Έχεις
κάτι να σφουγγιστώ;
-
Πάρε
και ντύσου.
-
Κατέβηκες
σχεδόν στον κάτω κόσμο, με τους αστερίες και τις μέδουσες. Έχεις κι άλλα να
κάνεις, μη σταθείς εδώ!.
-
Τι
γίνεται εκεί πάνω;
-
Ψάξε
και βρες. Μάθε και ρώτα, αλλά να ξέρεις ότι οι περισσότεροι είν’ αλλαγμένοι και
οι μάντεις είναι και δεν είναι τυφλοί. Βρες το παιδί σου, που σε ψάχνει, αλλά
πρόσεχε, γιατί είναι κι αυτό αλλαγμένο, δεν πιστεύει και πολύ.
-
Η
γυναίκα μου;
-
Πολύ
αλλαγμένη κι αυτή, έτοιμη να γύρει από δώ κι από κεί.
-
Κοιτάχτε,
εμείς πήγαμε, είδαμε, νικήσαμε και φύγαμε, δεν κάτσαμε. Χάσαμε το άνθος της
Ρωμιοσύνης στον πόλεμο, τα καλύτερα παιδιά.
-
Και
δεν ξέρεις τι περίμενε τους υπόλοιπους που γύρισαν. Γυναίκες ξεσηκώθηκαν
εναντίον συζύγων, κόρες εκδικήθηκαν μανάδες. Μνηστήρες εμφανίστηκαν παντού και
σφετερίστηκαν την απουσία.
-
Ποιος,
τι; Τι συμβαίνει εδώ; Είμαστε μόνοι λοιπόν, μόνοι; (κι ακούστηκε ηχώ σπηλαίου).
-
Ο
Πολύφημος.
-
Τι
ο Πολύφημος; Τον εξουδετέρωσα, τον τύφλωσα, περάσαμε, οι περισσότεροι.
-
Ναι,
δε λέω, αλλά αυτός είχε τα μάτια τέσσερα, τα πόδια δεκατέσσερα κι ένα μεγάλο
μάτι, πίσω από την πλάτη. Κι είχε βέβαια και πολλές φήμες. Ίσως αυτό να τον
τύφλωσε, από μπροστά, δηλαδή. Στο μεθύσι και στη τύφλα του κι αφού φύγατε, τι
μαντάτα νάστειλε; Κι εκείνες που αρνήθηκες σκληρά, απ’ την πλευρά τους, σε
ικετεύανε να μείνεις στο πλάι τους, μόνες που ήτανε κι όμορφες, μη γίναν
Ερινύες; Τι μηνύσανε, θαρρείς, Οδυσσέα;
Κι οι Τρώες, νικημένοι και αποδεκατισμένοι, ταπεινωμένοι από το κόλπο σου,
δεν είχαν άραγε κάποιο βάθος, στην ενδοχώρα, ας πούμε.
-
Μα
το Δία! Βεβαιώνετε ορισμένες υποψίες μου.
-
Θα
σε πούνε καχύποπτο κι αλλοπαρμένο, θα σε περάσουνε από εκατό ιδιότητες, θα
φχαριστιούνται να σου αλλάζουν όνομα κι ιδιότητα, διεύθυνση κι αριθμό, θα σου
αλλάξουν τα κουδούνια, θα σε μειώσουν όσο μπορούν. Κοίτα να φανείς δυνατός.
Βρες την άκρη της κλωστής και ξετύλιξε το κουβάρι σου, βρες το δρόμο για το
βουνό, στοχάσου, διάβασε τη σκέψη, βγάλε συμπέρασμα.
-
Κι
αν πάω στο βουνό έτσι απλά και πω πώς είμαι ο Οδυσσέας και θέλω τα του οίκου
μου;
-
(Γέλασε
πικρά, σα να του φάνηκε). Πόσο εύκολα τα βλέπεις, σκεφτόμενος σα θνητός. Οι
σκέψεις αλαργεύουν, ο φόβος κυριεύει το μυαλό κι η παιδαγωγική δεν αστειεύεται.
-
Tι πιο έντιμο; Θα δηλώσω τα νόμιμα δικαιώματά μου επίσημα.
-
Μιλάς
εσύ ο Οδυσσέας, ο τεχνουργός, ο σχεδόν επιχειρηματίας;
-
Με
ιντριγκάρεις και με κογιονάρεις, θαρρώ. Φαίνεται ότι έτσι τόχετε εσείς οι θεές.
Μας φέρνετε το μυαλό εκατό γύρους.
-
Μιλάς
εσύ ο Οδυσσέας;
-
Δεν
είναι κακό να σκέφτεσαι, αλλά ξέρω άλλοι το βλέπουν αλλιώς. Αλλά θα σου πώ
τούτο: Νομίζεις ότι μαζί με την αλμυρόπικρη θάλασσα, δεν κατάπια και κάμποσους
τόμους με άλλων σκέψεις; Νομίζεις ότι απλά έκανα ένα γύρο τον κόσμο, μπήκα σε
άστεα και έμαθα; Είναι σκληρό το παιχνίδι της σκέψης γόησσά μου και δε
μαθαίνεται μόνο με παθήματα στη θάλασσα. Τα τεχνάσματα είναι ελάχιστα μπροστά
στην απεραντοσύνη της γνώσης και τα χρησιμοποιούμε με σοφή οικονομία, σ’ ότι κι
αν κάνουμε, πόλεμο ή ειρήνη. Αν τα παραξεφτίσουμε και μας γίνει δεύτερη φύση,
θα διαλύσουμε το σύμπαν. Αντι για ειρήνη, θάχουμε όλο πόλεμο, κρυφό το πιο
πολύ. Σημασία έχεις να ειρηνεύεις τις σχέσεις, να φτιάχνεις ζώνες ανεμελιάς και
ξεκούρασης.
-
Μίλησες
σαν πραγματικός Έλληνας. Ετούτοι εδώ όμως είναι αδίστακτοι και δολοπλόκοι
σοφιστές. Μετέρχονται και μετασκευάζουν τα πάντα, μεταμορφώνουν τους ανθρώπους
σε … γουρούνια. Η δύναμή τους είναι αυξημένη σαν αίολος από την ανηθικότητα στα
πλαίσια του παιχνιδιού. Παίζουν με μαεστρία τους οφθαλμοφανείς κανόνες, το πιο
πολύ όταν δε πιστεύουν καθόλου σ’ αυτούς και τους σιχαίνονται- με συγχωρείς για
τον πλεονασμό, εμείς οι θεές είμαστε από άλλο κόσμο. Τον ένα αιώνα ζούμε αλλού,
τον άλλο εδώ (τα μάτια της σα να σπάσαν κάπως).
-
Μίλησες
σα πραγματική θεά. Θα με βοηθήσεις να κάνω καλούς νόμους.
-
Αν
είναι της ειδικότητάς μου (του κάνει με νάζι).
-
Δεν
έχετε γενική εποπτεία;
-
Βέβαια,
έχουμε κάποια-τόσους αιώνες, αλλά αν είμαι η Αφροδίτη, για παράδειγμα, θα έχω
έφεση στα ερωτικά κεραυνοβολήματα ή στη λαγνεία. Φοβάμαι λοιπόν μη κάνω λάγνους
νόμους. Εσείς πρέπει να τα σταθμίζετε αυτά. Εσείς, μπορείτε να είστε και
ειδικοί και γενικοί, αν βέβαια γίνετε καλοί μάστορες.
-
Άρα,
δεν μπορείς να βοηθήσεις παρά πέρα. Σ’ ευχαριστώ για τις πληροφορίες, ήταν
διαφωτιστικές.
-
Να
ασκηθείς και στη δοξαριά του νου, του κάνει φεύγοντας. Τα πλαίσια πρέπει να
είναι πολύ στενά και λεπτά, με ακρίβεια και φαντασία (κι αυτό με ηχητικό εφέ
σπηλιάς).
Δημήτρης Κ. Κιούκιας