Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011


Ορισμένα αποσπάσματα απο δημοσιευμένα κείμενα



Τα αποσπάσματα βέβαια μπορούν να αποβούν πηγή «αδικίας», οπότε διαβάζονται καλύτερα στο οικείο περιβάλλον τους. Μπορούν πάντως να δώδουν ένα στίγμα και ένα έναυσμα. Ζητώντας λοιπον την κατανόησή σας, παραθέτω κάποια.



«Το «σκηνικό» βέβαια της ρύθμισης δεν θυμίζει εκείνες τις γραφικές συναθροίσεις. Ούτε οι νύφες κάθονται στωικά, περιμένοντας τη μοιρασιά των ιματίων (οι μητέρες ένθεν και ένθεν είχαν πάντως συχνά βαρύνοντα λόγο). Όμως, δεν παύουν να προσέρχονται σ’ ένα νομικό διακανονισμό, που υπενθυμίζει ότι η ανασφάλεια για το μέλλον είναι αιώνια. Το όποιο σκηνικό δεν μπορεί να αποσιωπήσει πώς ο γάμος, όποια μορφή κι αν παίρνει, αφορά και μια κοινωνικο-οικονομική διευθέτηση και οργάνωση. Ένας γάμος απ’ αυτή την άποψη είναι η ένταξη στον «πραγματικό κόσμο» της οικονομίας και της οργανωμένης κοινωνίας. Είναι το προστάδιο της κοινωνίας των πολιτών, με όλες τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ένταξη στην «επίσημη» κοινωνία. Ο γάμος φέρνει σε επαφή διαφορετικές οικογένειες και ανθρώπινους τύπους. Φέρνει κοντά διαφορετικά επαγγέλματα, κοσμοθεωρίες, ιδεολογίες, κοινωνικές τάξεις, γεωγραφικές περιφέρειες, τόπους, ήθη και έθιμα. Η έναρξη μιας οικογένειας συνιστά τελικά την απαρχή μιας εξερεύνησης πολιτισμών, μ’ ένα πλεούμενο που δεν γνωρίζει τις θάλασσες που θα συναντήσει. Στο εγχείρημα του ταξιδιού αυτού, όλες οι έτοιμες αποσκευές, δηλ. δυνατότητες, και όσες θα κατακτηθούν από κοινού θα αξιοποιηθούν με το βέλτιστο τρόπο. «Αβαρίες» θα γίνουν οπωσδήποτε, αλλά μια υπερβολική σπατάλη πόρων και ψυχικών διαθεσίμων δεν θα συνιστάται. Κι αυτό σημαίνει πώς ό,τι αποκόμισε ο κάθε σύντροφος με μόχθο από την προηγούμενη ζωή του (εμπειρία, μόρφωση, χρήμα) δεν γίνεται να μην κατατίθεται στην κοινή τράπεζα. Στο ταξίδι που συνεχίζεται προστίθενται ενδεχομένως παιδιά, ενώ συχνά αφαιρούνται παλιά στηρίγματα. Στη «θάλασσα των Βερμούδων» ο εγωισμός περιττεύει εκ των πραγμάτων, η «διαφορετικότητα» των φύλων ξεχνιέται, καθώς προέχει η πλοήγηση. Κι η αναγνώριση της θυσίας του άλλου, όταν ξημερώνει γαλήνη, οφείλεται άνευ όρων και περιστροφών. Στις δύσκολες στιγμές θυμόμαστε ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά άνθρωπος. Ο νόμος της επιβίωσης είναι αρκετά αρχέγονος και μάχεται την κοινωνική κατασκευή. Αγνοεί επιτηδεύσεις και φτιασιδώματα, κοινωνικό πρεστίζ και θεατρικές διαφοροποιήσεις, αλλά συμμαχεί με τη γνώση, απ’ όπου κι αν είναι αποκτημένη, την ταχύτητα, ή την στωικότητα, ανάλογα, την αποφασιστικότητα, ή την υποχωρητικότητα, την τόλμη και το ρίσκο, αν χρειάζονται.


Η επιχείρηση που λέγεται επιβίωση δεν είναι τελικά τόσο συντηρητική. Κι αυτό το ξέρουμε πολύ καλά από την ελληνική παράδοση, γεμάτη καθώς είναι από αγώνες και τρικυμίες. Η παράδοση που έβγαλε έναν Καβάφη μας θυμίζει ακριβώς την άλλη διάσταση της «επιβίωσης». Κι είναι πολύ πιθανόν να έρθει στιγμή που θα αμφισβητήσουμε και την ιστορική ύπαρξη του Καβάφη, στιγμές σκεπτικισμού που θα θελήσουμε να ερμηνεύσουμε κάπως αλλιώς τους στίχους. Μας φταίει καμιά φορά το παρελθόν, εννοώ τώρα σαν άτομα, και θέλουμε να το μαστιγώσουμε, όπως μαστίγωσε ο Ξέρξης τη θάλασσα, κατά τα θρυλούμενα. Μόνο που οι θάλασσες καμιά φορά «από μακριά επικοινωνούνε», όπως θα έλεγε κάποτε και ένας Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Και συνεχίζοντας:

«Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης
μές στα δάχτυλα, σκούρας, λυγαριάς και να:
ο κύμα; Είναι αυτό;
Είναι αυτό που σου μιλάει στον ενικό και λέει
«μη με ξεχνάς» «μη με ξεχνάς»; Είναι η Ανακτορία;
Όπως αποβραδίς που κάτι σού έσπασε
Μια φιλία παλαιή, μια θύμηση από φάρφουρο
Ξανά πόσο άδικα ήξερες να κρίνεις
Βλέπεις τώρα που ξημέρωσε
Κι έχεις πικρό, πρίν από τον καφέ, το στόμα
Χειρονομώντας άσκοπα, μιάς άλλης,
Ποιος το ξέρει, ζωής, κάνεις ηχώ κι είναι απ’ αυτό πού
(ή μπορεί κι απ’ τη σκέψη
κάποτε τόσο δυνατή, που προεξέχει)
αντικρύ σου, μεμιάς, πάνου ως κάτου ο καθρέφτης ραγίζεται» .

Η ζωή κατά τελικό συμπερασμό, στο παρόν πλαίσιο κειμένου, έρχεται ώρες-ώρες να μας δείξει πώς αξίζει να ξεχνάμε, έστω για λίγο, τα «φύλα» και τις αφηγήσεις τους. Οι παραδόσεις έρχονται, παρέρχονται και ξαναέρχονται, μεταμφιεσμένες σαν το γέρο που αναγνώρισε τον Οδυσσέα, μεταμφιεσμένο. Είναι τότε που η Πηνελόπη ξαναγίνεται πιστή, κι όλα παίρνουν τη φυσική θέση της ημέρας. Αλλά αυτό πάλι ίσως να σημαίνει ότι ο Οδυσσέας έπρεπε πράγματι να λείψει για ένα διάστημα (…)».

(Εισαγωγή στα Κοινωνικά Κράτη, 2007)





«Ετσι περνάμε στην τελευταία φάση της τυπολογίας μας, που θα μπορούσαμε να την ταυτίσουμε με τον μεταμοντερνισμό των τελευταίων τριών περίπου δεκαετιών. Είναι μιά φάση έντονης αβεβαιότητας, "αποδόμησης" των κυρίαρχων σχηματων και ακραίου σχετικισμού, αλλά και εκλεκτικισμού καί ανασυνθέσεων από τα υπάρχοντα σχήματα. Κυρίαρχος τύπος είναι ο άνθρωπος της "αποδόμησης-ανασύνθεσης", ο οποίος όχι μόνο δεν ντρέπεται πλέον για τις "αντιφάσεις" του, αλλά τις τονίζει κι όλας, σαν να ήταν ξαπλωμένος σε ψυχαναλυτική κλίνη. Ολα τα όνειρά του καί τους εφιάλτες του, τις χειρότερες ορμές της ψυχής, που φοβόταν ο Πλάτων πώς ξεχύνονται, μιλώντας για την δημοκρατική παρακμή που γεννά τον τύραννο, τις βγάζει στο φώς. Ετσι νομιμοποιούνται όλα εκείνα τα στοιχεία που ήταν αποκλεισμένα καί σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο, στοιχεία που είχαν αρθεί για να λειτουργήσουν οι συνεκτικές αντιλήψεις και αφηγήσεις για τον άνθρωπο καί την κοινωνία (όπως το κοινωνικό συμβόλαιο, που υπέθετε μια συνεκτική καί ορθολογική ατομικότητα). Η νέα ατομικότητα που δημιουργείται τώρα δείχνει να πιστεύει στην "εξάντληση" των δυνατοτήτων και ορίων της κάθε μιάς ατομικής φύσης, που υποτίθεται ως "διαφορετική". Συναντώνται έτσι όλα εκείνα τα αιτήματα για αυτονομία, που αποτέλεσαν μερος της δημοκρατικής θεωρίας (της συμμετοχικής εκδοχής της) καί των καλλιτεχνικών πρωτοπορειών, που ζητούσαν αισθησιακή αυθεντικότητα. Γι αυτό η αντιπροσώπευση-αναπαράσταση-μίμηση σε πολιτικό και αισθητικό επίπεδο αποβάλλονται. Οι πολιτικοί δεν μπορούν πλέον να εκπροσωπήσουν τα καθημερινά άτομα, με τον ίδιο τρόπο που η φύση ως επιφάνεια-ταξη της πραγματικότητας δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τους καλλιτέχνες, που απομακρύνονται από την αναπαραστατική τεχνοτροπία καί στρέφονται σε ελεύθερη έκθεση των όσων αισθάνονται, ας είναι καί αντιφατικά.

Η κατάσταση μοιάζει μερικές φορές με προ-πολιτική, σαν να γυρίζει κανείς στο μεταίχμιο μεταξύ φεουδαρχίας καί απαρχής της νεωτερικότητας, ή στην μετάβαση από ένα σχετικά κλειστό σύστημα σε ένα πιό ανοιχτό. Γι αυτό οι παρατηρήσεις που έγιναν από στοχαστές σαν τον Χόμπς καί τον Τοκβίλ καθίστανται επίκαιρες πάλι».

(Ευρωπαϊκά  Συστήματα...οι Πολιτικές των Κραμάτων, 2001).



«Eτσι, κι εμείς προσπαθούμε να συγκροτήσουμε μια δική μας αφήγηση, η οποία αντλεί μεν από τις σύγχρονες δυτικοκεντρικές «μεγάλες αφηγήσεις», όμως θεάται τα πράγματα από την Ελληνική γωνιά, πράγμα που σημαίνει, όχι τόσο τοπικές εμπειρίες, αλλά κυρίως Ελληνική ματιά και Ελληνικό λόγο. Ενας λόγος που μπορεί να ανιχνευθεί στην κλασσική Ελληνική πρακτική φιλοσοφία, γνωστή για την αμεσότητά της, αλλά και την σφαιρικότητα, με την έννοια των συνδέσεων μεταξύ φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους φαινομένων. Eνας λόγος που αφίσταται από την συχνά παρατηρούμενη «παρατακτική σύνταξη» των φαινομένων και από τον αυστηρό διαχωρισμό θεωρίας και εμπειρίας.

Ετσι λοιπόν, αξιοποιώντας, από το πλήθος των προταθέντων υποδειγμάτων, ορισμένες βασικές θεωρητικές έννοιες που έχουν προταθεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με το είδος της κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων που προκύπτει από την ύστερη νεωτερικότητα, θέτουμε ως βασική μας αφετηρία την διαρκή αυτονόμηση του ανθρώπινου υποκειμένου και τις σχέσεις που δημιουργεί αυτό σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. «Υλοποιώντας», κατα κάποιο τρόπο, τα θεωρητικά αυτά πορίσματα,  οδηγούμαστε στην ανάλυση μιας κοινωνικής πραγματικότητας που στηρίζεται σε ένα χειραφετούμενο κοινωνικό υποκείμενο, το οποίο ταυτόχρονα οδηγείται σε περαιτέρω χειραφέτηση από την τελευταία, καθώς αρχίζει να διαφαίνεται, κατά την γνώμη μας, το περίγραμμα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχεδίου.

Σ’αυτό το σχέδιο, η εν πάσει περιπτώσει, στο διαμορφούμενο κοινωνικό μοντέλο η εμπορευματοποιημένη κουλτούρα πιστεύουμε ότι, πέραν των εμφανών λειτουργιών της στην αγορά, λειτουργεί και ως νέο συμπληρωματικό μέσο ενσωμάτωσης των πολιτών στη νέα πολιτική τάξη. Εκτοπίζει την ίδια στιγμή έναν άλλο κοινωνικό και πολιτικό πολιτισμό που είχε κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Ωστόσο, αυτό νομίζουμε ότι έρχεται «πατώντας» πάνω στις ενοχές, τις παραδοχές και τα ταμπού του πολιτισμού αυτού, σε μια διαδικασία σύνθετη και διαλεκτική. Η διαδικασία αυτή μοιάζει ίσως με μεθοδικό επιχρύσωμα ενός ψηφιδωτού, που παραμένει ψηφιδωτό, κάθε φορά ελαφρώς τροποποιημένο και συνεχώς ίδιο και αλλιώτικο, σαν την αλυσίδα καινοτομίας και παραλλαγής των σημερινών αυτοκινήτων. Αλλά, στην ουσία το παλιό ξεθωριάζει, όλο και πιο πολύ, μερικές δε φορές αυτό το πράγμα γίνεται πιο βίαια.

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει μέχρι και για ύπουλη επανάσταση. Μια εξονυχιστική και βασανιστική βήμα προς βήμα «ανάκριση» του παλιού από το καινούργιο, που όταν «εξαντλούνται τα επιχειρήματα» - όταν και όποτε δίνεται η δυνατότητα εκφοράς τους, γιατί συνήθως ο χρόνος που δίνεται είναι ψηφιακός και τηλεοπτικός- το παλιό είναι υποχρεωμένο να βγάλει και από ένα ρούχο, συνθηκολογώντας με το πνεύμα της εποχής, της οποίας άριστη συμβολική αναπαράσταση είναι  το «γυμνό».


(Mέσα στις κοινωνίες της διακινδύνευσης, 2004)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Creative Commons License
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Unported License".