Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

The idea of didactic shocks


Another predominant idea is the idea of didactic shocks. By this term we mean the conviction that through small scale interventions that take the form of controlled instructive shocks (social sanctions), or formation of islands of collaboration (motives for social virtues) there might be created examples helpful in reducing levels of violence in society. Often this is accompanied by institutional interventions of greater scale, when the ground is fertile, in an application of a doctrine of spill over. It might be argued that such an idea stems from modern ‘neo-functionalism’ (small scale collaboration which can set the basis for larger scale collaboration including building a common institutional area). Yet it might be better to trace it back in older history. As a matter of fact there can be found an old political concept according to which the cultivation of particular social habits – e.g. through selective rewards or punishments- constitutes a practical pedagogy that can strongly influence social morals. If, for instance, a ‘best practice’ is followed in the administration of an organisation, it can set an example for other institutional (governmental or non governmental) actors to follow. Similarly, the publicity given to a ‘wrong’ social behaviour may set another example which then may shock public opinion to the effect that a relevant legal action can then be taken. We can notice again the involvement of the publics in the formation of political decisions. What would be more natural than that in an era of worldwide democratisation? On the other hand, such kinds of practices are distinguished from direct citizen involvement in that they seek to indirectly shape public opinion. It is a kind of education better suiting children than adults; yet it has been used by various historical political regimes. Thus, various forms of symbolic politics (for in fact this is the area we getting in when discussing such methods of governance) have been indeed practiced throughout human political history.



Whether we can or need to break away with them is not a question we can tackle here. What we must comment on instead is why such practices must be necessarily connected with globalisation. A short answer would be that globalisation is especially connected with publicity: events occurring in a remote place can be easily magnified and shown to various publics through high technology. A further comment worth making is that the effectiveness of such practical pedagogy may not always be secured as symbolic politics is not easy to comprehend. If, for instance, a particular government or a social movement tries to advance pacifism or world social justice through indirect attacks on national symbols or historical periods without explicit arguments and explanations, there may follow a good deal of confusion as to what exactly it is after. Surely public discussion is expected to follow after a particular didactic shock; yet in such cases opinions are either contradictory or half expressed. There is also possible that an ‘ad hocism’ might lead to false conclusions. For it is not always easy to draw valid generalisations (which normally predate a legislative decision, a decision i.e. which concerns a generalised interest and a vast number of people), unless one possesses proper expertise. Yet, expertise of this sort may be questioned in social systems which promote a kind of “panel democracy”. In other words the puzzling question of who are the best interpretators of events- happening sometimes out of the blue- (re)appears: politicians, journalists, activists, academics, or the man/woman interviewed by a poll maker? 

("Some Principles of Government... ", 2009) 
























Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Δημοκρατικά «άρθρα» και πραγματισμοί


(αποσπάσματα από το «Ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα και ομάδες συμφερόντων».

 Σημειώνουμε ότι υπάρχουν διάφορα είδη πρακτικών που μπορεί να αποδίδονται ως πραγματισμός, συμφυή π.χ. με μια παράδοση, συνήθεια, ηθικό ή μη κώδικα, ιδεολογικές πεποιθήσεις, επιστημονικές θεωρίες, κλπ. Συχνά υιοθετούμε μια πραγματιστική θεώρηση των πολιτικών φαινομένων προσπαθώντας να να δούμε πώς διαμορφώνονται στην πράξη μέσα από την ιστορική και κοινωνική ζύμωση. Σ’αυτό πάντως μας βοηθούν ορισμενα έτοιμα μεθοδολογικά και θεωρητικά εργαλεία. Πιθανόν να φτάνουμε έτσι στο εξής επιφανειακά παράδοξο: Είδα την πραγματικότητα του κόσμου μέσα από τη θεωρία! Να παρατηρήσουμε επίσης ότι όσο ελκυστικό και «ρεαλιστικό» να μας φαίνεται αυτό, καλή και χρήσιμη είναι η αντιπαραβολή με τα επίσημα «άρθρα πίστης»).





«Εδώ βέβαια χρειάζεται κάποιος ορισμός της έννοιας δημοκρατικό σύστημα. Παρά τις υπάρχουσες διχογνωμίες και συζητήσεις, βασικά χαρακτηριστικά ενός φιλελεύθερου-δημοκρατικού συστήματος είναι: ελεύθερος κατά το δυνατόν ανταγωνισμός ομάδων (κομμάτων) για την μέσα από ελεύθερες εκλογές διεκδίκηση και απόκτηση της εξουσίας, η διαχείριση της οποίας δεν είναι μονοπωλιακή, αλλά επιτρέπει τον έλεγχο από κάποια αντιπολίτευση. Αυτός βέβαια είναι ένας μινιμαλιστικός ορισμός, αλλά και ρεαλιστικός κατά τις υποδείξεις του Schumpeter. Από τον ορισμό αυτό λείπουν οι θεσμικές διευθετήσεις και δύο άλλες διαστάσεις, όπως ο βαθμός συμμετοχής του λαού και ο βαθμός διανεμητισμού...



Τελικά, οι περισσότερες αντιλήψεις για την δημοκρατία εστιάζονται στις θεσμικές μεθόδους εκείνες που επιτρέπουν την μεγαλύτερη συγκριτικά διασπορά της εξουσίας και την εύτακτη εναλλαγή στην εξουσία. Κατά δεύτερο λόγο, η διασπορά αυτή προωθεί και τη μεγαλύτερη διανομή του πλούτου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του σχήματος του Blondel...



Οι δημοκρατίες πάντως εξελίσσονται, λαμβάνοντας υπόψη νέους παράγοντες, όπως η κοινωνική δυσανεξία και η πολιτική απάθεια. Συχνά-πυκνά επανεμφανίζονται οι συνήθεις προβληματισμοί για την κρίση του κοινοβουλευτισμού, την πολιτική διαφθορά, τον ελιτισμό, και το ζήτημα του μεγαλύτερου «κοινωνικού ελέγχου»



..........................................................



Μάλλον το ζήτημα (του «λαϊκισμού») θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο πολιτικής νομιμοποίησης και πολιτικής συμμετοχής/κινητοποίησης των μαζών. Έτσι, ένα καίριο χαρακτηριστικό των λαϊκιστικών καθεστώτων είναι  ότι είναι «κινητοποιούντα καθεστώτα» (mobilising regimes) και χρησιμοποιούν μια ιδεολογία, αλλά και πρακτικές εικονικής συμμετοχής για τον σκοπό αυτό. Οι πολιτικές «εγκλείοντος κορπορατισμού», για παράδειγμα, (Stepan 1978, Kιούκιας 1994), που θα συντήσουμε στο κεφάλαιο για τις ομάδες συμφερόντων, εντάσσονται στις πρακτικές του λαϊκισμού. Εν τέλει ο λαϊκισμός φαίνεται πώς μπορεί να αναγνωριστεί από τέτοιες πολιτικές,σε συνδυασμό με μια δημαγωγική ρητορεία, συνήθως πολυσυλλεκτική. Φαίνεται δε να ταιριάζει με μια πολιτεία του ψεύδους, σαν την οχλοκρατία και την δημαγωγία που στηλίτευσαν οι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές. Να σημειωθεί επίσης ότι σε μια τέτοια πολιτεία του ψεύδους, η λαϊκιστική δομή τείνει να αναπαράγεται σε χώρους «υπο-πολιτικής», όπως η εκπαίδευση, η δημόσια γραφειοκρατία, τα μέσα ενημέρωσης, κλπ. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να πάρουμε πιο σοβαρά το φαινόμενο, αντιμετωπίζοντάς το ως πολιτιστικό-δομικό πρόβλημα...

........................................................

Ένα κλασικό ζήτημα που ανακύπτει στην μελέτη της πολιτικής ανάπτυξης και των «μεταβάσεων» («κύματα εκδημοκρατισμού») είναι ο συσχετισμός οικονομικής ανάπτυξης και δημοκρατικής ανάπτυξης. Σε σχετικές μελέτες ο συσχετισμός είναι συνήθως θετικός. Όμως, σύμφωνα με το ίδιο ίδρυμα που εκπόνησε την παραπάνω κατάταξη, 38 ελεύθερες χώρες είχαν σχετικά μικρό κατά κεφαλή εισόδημα (περι τα 3500 δολλάρια ή λιγότερο) μεταξύ των οποίων οι 15 είχαν ακόμα μικρότερο (κάτω από 1500).  Όπως σημειώνεται, «Είναι κοινός τόπος ότι οι φτωχές χώρες δεν μπορούν να υποστηρίξουν τα δημοκρατικά συστήματα. Αλλά τα στοιχεία μας δείχνουν ότι στις δωδεκάδες των φτωχών χωρών, η δημοκρατία δεν εξαρτάται από την ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, τα συμπεράσματά μας προτείνουν ότι η ελευθερία μπορεί να είναι η μηχανή της ανάπτυξης."  (Freedom House, Dec. 2003, Press Release).

 


Είναι ίσως βάσει τέτοιων συμπερασμάτων που γίνεται αντιληπτό γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχθηκε στους κόλπους της χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Παρ’ό,τι αρκετές απ’αυτές απέχουν αρκετά από το επίπεδο ανάπτυξης των 15, έγιναν δεκτές, χάρις κυρίως στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβησαν. Εδώ εννοείται πώς πράγματι οι δημοκρατικές ελευθερίες σε όλους τους τομείς θα οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης. Το παλαιό επιχείρημα κατά το οποίο μια χώρα έπρεπε πρώτα να δημιουργήσει πλούτο για να περάσει στη δημοκρατία, ή να την ουσιαστικοποιήσει, μάλλον καταρρίπτεται εδώ.


 


Πάντως, ας μην ξεχνάμε πώς οι πρόσφατες χώρες της μετάβασης, όπως και οι περιπτώσεις των Μεσογειακών χωρών κατά την δεκαετία του 1970, έχουν ως μοχλό και αρωγό οικονομικής ανάπτυξης την ΕΕ, η οποία λειτουργεί εν προκειμένω ως ένα είδος αφανούς κράτους. Δεν ξέρουμε πόσο πολύ μπορεί μια χώρα να αναπτυχθεί δημοκρατικά, χωρίς ικανοποιητικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και χωρίς, ταυτόχρονα, να διαθέτει ισχυρά θεσμικά και οικονομικά υποστηρίγματα. Ωστόσο, ο εκδημοκρατισμός συμβάλλει ούτως ή άλλως στην οικονομική ανάπτυξη, τουλάχιστον σε κάποιο ικανό βαθμό. Κι αυτό γιατί βοηθά στον εκσυγχρονισμό/εξορθολογισμό του κράτους και στην απλοποίηση των διαδικασιών που αφορούν την διενέργεια επενδύσεων και άλλων οικονομικών πράξεων. Εξυπηρετεί επίσης την ανάπτυξη μιας πλειάδας ομάδων και κοινωνίας των πολιτών. Επίσης, εξυπηρετεί την κινητικότητα και αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού, μέσα από την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος.


Από την άλλη, χωρίς χρήματα για ανάπτυξη πάσης φύσης υπηρεσιών, μια οικονομία δεν μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα είναι ευρύτερο, καθώς εγείρει και δεοντολογικά ερωτήματα, όπως για το πώς εννοείται μια «καλή δημοκρατία».




Η αλήθεια πάντως είναι οι «ανατολικές μεταβάσεις», παρα την βοήθεια της ΕΕ, διεξάγονται σ’ένα πλαίσιο σχετικά περιορισμένης δημοκρατίας και μιας, συχνά, άτυπης οικονομίας.



Και αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα μ’έναν τυπικό εξευρωπαϊσμό-εκδημοκρατισμό, ενώ η εισοδηματική σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό πυρήνα είναι μακρινό όνειρο. Άλλωστε, τα στοιχεία δείχνουν πώς αρκετοί ανατολικοί έχουν μεταναστεύσει στη Δύση, ενώ τα φτηνά εργατικά χέρια των παραμενόντων αποτελεί μάλλον συγκριτικό πλεονέκτημα. Έτσι, θα καταλήγαμε ότι η πορεία του εκδημοκρατισμού των ανατολικών χωρών είναι προς το παρόν τυπική, καθώς μάλλον προτιμάται μια πολιτική καθοδηγούμενης απ’έξω ανάπτυξης (foreign led development), με άμεσες ξένες επενδύσεις και απορρόφηση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού (μέσω μετάβασης ξένων επιχειρήσεων και μετανάστευσης). Παράδειγμα του προβληματισμού για τον τυπικό ως τώρα εκδημοκρατισμό και την περαιτέρω ανάγκη για μεγαλύτερη ουσιαστικοποίησή του προσφέρει η παρακάτω πρόσκληση διεθνούς συνεδρίου.



(ακολουθεί σχετικός πίνακας)



Όπως προκύπτει από το κείμενο οι πολιτικοί επιστήμονες, μελετώντας τις μεταβατικές δημοκρατίες, διακρίνουν μεταξύ «παγίωσης της δημοκρατίας» (democratic consolidation) και δημοκρατικής απόδοσης (efficiency). Συναφής είναι και ο όρος «ποιότητα της δημοκρατίας» (democratic quality), δηλαδή αυτό που ονομάσαμε ουσιαστικοποίηση. Η παγίωση αναφέρεται στην τυπική υιοθέτηση δημοκρατικών θεσμών, καθώς και στην απομάκρυνση αποσταθεροποιητικών τάσεων. Έτσι, οι νέες ανατολικές δημοκρατίες θεωρούνται ότι ικανοποιούν αυτά τα κριτήρια.



΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄



Πάντως, αυτές οι αποκλίσεις από την ορθόδοξη τυπολογία των ομάδων συμφερόντων δεν πρέπει να ξενίζουν, γιατί τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε όσμωση με τα πολιτικά κόμματα. Η ιδανική αυτονομία των ομάδων είναι δύσκολο να απαντηθεί στον πραγματικό κόσμο. Συνήθως οι ομάδες συμφερόντων συμμαχούν με συγκεκριμένα πολιτικά μορφώματα και θεσμούς, ανάλογα με τα αιτήματα που έχουν και τους καταστατικούς σκοπούς τους. Λέγοντας αυτό πάντως, δεν θα πρέπει να συγχέεται η δράση των ομάδων στο πολιτικό σύστημα με τις κοινωνικές κατηγορίες που εκπροσωπούν. Γι’αυτό άλλωστε πιο πάνω κάναμε την διάκριση ανάμεσα σε ομάδες συμφερόντων και κοινωνικές τάξεις, ή γενικότερα κοινωνικές κατηγορίες. Επίσης, θα πρέπει να ειπωθεί ότι πολλές ομάδες- σωματεία δεν έχουν αποκλειστικό γνώμονα λειτουργίας τους την παρέμβαση στο πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι εύλογο στις θεσμικές ομάδες, όπου ο θεσμικός τους ρόλος είναι ο πρωτεύων.

...........................



Εδώ θα διαπιστώσουμε την αντίθεση με τις προηγούμενες σχολές σκέψης, καθώς τονίζεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός συμφερόντων, που αίρει μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Εδώ δεν κυβερνά μια κοινωνική τάξη, ούτε ένα καρτέλ συμφερόντων, αλλά ούτε φαίνεται να υπάρχουν θεσμικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις και εξαπατήσεις. Και βέβαια, από θεσμικής πλευράς, οι «δημοκρατίες», συγκρινόμενες με άλλα πολιτικά συστήματα, παρουσιάζουν πράγματι τέτοια χαρακτηριστικά. Άλλωστε, αυτό προκύπτει και από την «αυτοαξιολόγηση» που έχει διενεργήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (δείτε πιο πάνω για τις ευρωπαϊκές αξίες)...



Από την άλλη, χρειάζεται να προσεχθεί πιθανή σύγχυση της αριθμητικής και της ποικιλίας με την πραγματική άσκηση επιρροής. Πρώτα, πρέπει να επισημάνουμε πώς ένας μεγάλος αριθμός ομαδικών απόψεων δεν αντιστοιχεί σε ισάριθμες διαφορετικές απόψεις και προτάσεις. Είναι λογικό ότι θα ανάγονται σε πολύ λίγες «πολιτικές πλατφόρμες», συχνά υπό την επίδραση κυρίαρχων ελίτ (π.χ. πολιτικών κομμάτων και μειζόνων θεσμικών πυλώνων)...



Αυτό όμως το ομολογεί και η ίδια η Δύση, αλλά προτιμά να υπάρχει επίσημα η ελευθερία έκφρασης, ακρόασης κλπ., και να «καναλιζάρεται» πιο έμμεσα, όταν σιγά-σιγά τα αιτήματα και  οι απόψεις διέρχονται μέσα από τους «θαλαμηπόλους» του πολιτικού συτήματος (δείτε κεφάλαιο 1). Όσο πλησιάζει κάποιος προς τους ανώτερους θαλάμους της εξουσίας, οι απόψεις συγκεκριμενοποιούνται περισσότερο. Νομίζουμε ότι με αυτές τις σκέψεις σχηματίζουμε μια πιο ακριβή απεικόνιση του πλουραλισμού. Σε τελευταία ανάλυση φαίνεται πώς έχουμε κανονιστικές ρήτρες για τον πλουραλισμό, σε μια αέναη αναζήτηση του «ιδεώδους», παρα οριστικό και αμετάκλητο πλουραλισμό. Αρκεί αυτό να μην μας παρασύρει προς την ουτοπία του χαοτικού».




"Creative Commons License
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Unported License".